- ἀντικατάλλαγμα
- ἀντι-κατ-άλλαγμα, das Eingetauschte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀντικατάλλαγμα — satisfaction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικατάλλαγμα — το (AM ἀντικατάλλαγμα) νεοελλ. κάθε τι που απέκτησε ο νομέας της κληρονομιάς με εκποίηση αρχικού αντικειμένου της κληρονομιάς, το οποίο και αντικαθιστά αρχ. μσν. αυτό που δίνεται ως αντάλλαγμα … Dictionary of Greek
ἀντικαταλλάγματα — ἀντικατάλλαγμα satisfaction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)